ιδιόβουλος

ιδιόβουλος
-η, -ο
1. αυτός που έχει και ακολουθεί δική του βούληση, ο αυτόβουλος
2. αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, ο οικειοθελής, ο εκούσιος.
επίρρ...
ιδιοβούλως (Μ ἰδιοβούλως)
με τη θέληση κάποιου
μσν.
σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες κάποιου, όχι κατά το κοινοβιακό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -βουλος (< βουλή < βούλομαι «θέλω»), πρβλ. ά-βουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”